- ὀνυμαστός
- ὀνῠμαστός1 of famous name
ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ονυμαστός — ὀνυμαστός, ή, όν (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ονομαστός … Dictionary of Greek
ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ … Dictionary of Greek
ὀνυμαστάν — ὀνυμαστά̱ν , ὀνυμαστός fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)